- ἀσυνήθως
- ἀσυνήθηςunaccustomedindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
необычьно — (2*) нар. Необычно, непривычно: но на высоту добродѣтели ˫ако на гору взидѣ(м). да не постигне(т) на(с) мучень˫а огнь. кромѣ обычнаго на(м) огнѧ. необычно и преславно носи(м). всѧкому огневи горѣ носимъ видъ. то огнь содома испопели. (ἀσυνήϑως)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παρασυνήθης — ες, Μ αυτός που γίνεται παρά τα συνηθισμένα, ασυνήθης, ασυνήθιστος. επίρρ... παρασυνήθως Μ παρά τα συνηθισμένα, ασυνήθως, ασυνήθιστα … Dictionary of Greek
Ουγκό, Βικτόρ-Μαρί — (Victor Marie Hugo, Μπεζανσόν 1802 – Παρίσι 1885). Γάλλος συγγραφέας. Γιος στρατηγού, εκδήλωσε από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια μεγάλες λογοτεχνικές φιλοδοξίες και εξαιρετικά πληθωρικό οίστρο. Το 1822 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή –που … Dictionary of Greek
ԱՆՍՈՎՈՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0236 Chronological Sequence: Unknown date, 12c մ. Իբրեւ անսովոր ոք. կամ գործելով զանսովոր ինչ. *Որ առնէ անսովորաբար, ʼի մարդահաճութենէն շարժի. Լմբ. պտրգ.: Եւ Անսովոր օրինակաւ. նորահրաշ տարազու. ἁήθως, ἁσυνήθως praeter morem, insolenter … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)